- διαψαίρω
- διά-ψαίρωgrazepres subj act 1st sgδιά-ψαίρωgrazepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαψαίρω — (Α) 1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω 2. (για πουλιά) σκαλίζω 3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο 4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.) … Dictionary of Greek